(του Γιάννη Ιωαννίδη)
Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν, μου έδωσαν οι απόψεις του καθηγητή John Harris, «ηθοβιογενετιστή» στο πανεπιστήμιο του Manchester, σύμφωνα με τον οποίον οι επιστήμονες έχουν καθήκον να παρατείνουν τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής όσο περισσότερο γίνεται, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία ανθρώπινων όντων που θα ζουν αιώνια...
Η βιογενετική οδός προς την αθανασία είναι βέβαια ένα από τα «θέματα» που έχουν προκύψει σχετικά πρόσφατα (και με άφθονη τη συμπαράσταση των μμε ως γνωστόν), παρ’ όλο που ανέκαθεν είχαν εκφραστεί απόψεις, οι οποίες συνέδεαν την αισιοδοξία περί μιας «ατέρμονης επιστημονικής προόδου» και με την τεχνική επίτευξη της αθανασίας, πέραν της επίτευξης ενός «υλικοτεχνικού» επίγειου παραδείσου. Εκείνο όμως που δίνει, τώρα, φτερά στους ηθογενετιστές «αθανατολόγους», είναι ασφαλώς το γεγονός ότι η Γενετική καταπιάνεται με το ίδιο το μυστήριο της έμβιας ζωής, με αξιώσεις μάλιστα να το διαφωτίσει έως και την τελευταία του λεπτομέρεια – πετυχαίνοντας έτσι λ.χ. την οριστική θεραπεία όλων των ασθενειών μέσω παρεμβάσεων στο ανθρώπινο γονιδίωμα ή ακόμα και την αθανασία, υπόθεση στην οποία και στηρίζει τις απόψεις του ο κ Harris.
Βεβαίως, έστω και μόνον η μεγάλη παράταση του μέσου όρου της ανθρώπινης ζωής θέτει αυτόματα ένα ερώτημα, που δεν έχει διαφύγει απ’ όσους τυρβάζουν περί τα βιογενετικά: Θ’ αντέξει ο πλανήτης Γη τον επακόλουθο υπερπληθυσμό; Όταν μάλιστα γνωρίζουμε, από μια σχετική έρευνα, πως εάν άπαντες καταφέρουμε να πετύχουμε το status ζωής των Ελβετών, τότε ο πλανήτης Γη δεν θα μπορέσει ν’ αντέξει πάνω από 600 εκατομμύρια κόσμο;
Η απάντηση του κ. Harris είναι κι εδώ πολύ ενδιαφέρουσα. Ακούστε ή μάλλον διαβάστε: «Για να εξασφαλιστεί μια πλούσια γενετική ανακύκλωση, ίσως η κοινωνία θα έπρεπε να καταφύγει σε κάποιου είδους “γενετική εκκαθάριση” την οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να δικαιολογήσει στη συνέχεια […] Τέτοιες ενέργειες θα απαιτούσαν ριζικές αλλαγές της στάσης μας απέναντι σε ζητήματα όπως αυτό της ευθανασίας και της αυτοκτονίας», υπογραμμίζει ο John Harris, για να τελειώσει με τα εξής λόγια: «Έχουμε ανατραφεί με ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο προσδοκιών όσον αφορά τη ζωή και το θάνατο, και αν αυτές αλλάξουν τότε θα πρέπει να ακολουθήσει μια ευρύτερη αλυσιδωτή αλλαγή σε πολλά ζητήματα».
Υποτίθεται λοιπόν ότι, με βάση όλα αυτά, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τα «ηθικά διλήμματα», που μοιραία προκύπτουν, και τις «ευρύτερες αλυσσιδωτές αλλαγές», στις οποίες τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα ή βλέψεις φαίνεται να υποβάλλουν όλες – ή σχεδόν όλες, για να είμαστε ακριβείς – τις υπάρχουσες ή «παραδοσιακές» αντιλήψεις μας για το ίδιο το Νόημα της ανθρώπινης ζωής, της αρρώστειας και του θανάτου. Ας μην παραλείψω να πω εδώ ότι η συζήτηση αυτή διεξάγεται με κάθε δυνατό μέσον: με τον κινηματογράφο λ.χ. και τις πρόσφατες συγκινησιακές ταινίες με θέμα την ευθανασία.
Ωραία. Πλην όμως, πρέπει να παρατηρήσω, είναι ξεκάθαρο πως αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να διεξαχθεί ελεύθερα και ανοικτά, εφόσον στις βιογενετικές υποσχέσεις, τόσο περί θεραπείας πάσα νόσου και μαλακίας όσο και περί αθανασίας, είναι δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς χωρίς να θεωρηθεί αυτομάτως ύποπτος για «αντιδραστική στάση» απέναντι στην «πρόοδο» και το «καλό της ανθρωπότητας».
Με άλλα λόγια, η τράπουλα είναι σημαδεμένη και, παρ’ ό,τι δεν φημίζομαι για τις χαρτοπαικτικές ικανότητές μου, θα προσπαθήσω να την ξαναμοιράσω αφαιρώντας τα ύποπτα χαρτιά.
[1] ΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ: ΜΕ ΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΦΟΡΜΗ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΒΑΣΗ;
Η αγωνία του ανθρώπου απέναντι στη φθορά, τον πόνο, την αρρώστεια και τελικά το θάνατο – το δικό του αλλά και των αγαπημένων του (δύσκολο να πεις ποιός από τους δύο είναι τρομερότερος) – είναι σίγουρα η ισχυρότερη κι ο πιό πανάρχαια απ’ όλες μας τις αγωνίες. Δικιολογημένα άλλωστε, αφού η εκμηδένιση δεν είναι ο Τόπος στον οποίο μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει «σαν στο σπίτι του» … κι ας λένε ό,τι θέλουνε κάποιοι μηδενιστές εστέτ.
Από καταβολής κόσμου λοιπόν προσπαθήσαμε να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτή την αγωνία, άλλοτε ψηλαφώντας την κι άλλοτε απλώς αποφεύγοντάς την. «Μ’ ελπίδες τυφλές τους γέμισα και τη φωτιά τους έδωσα», απαντάει ο Προμηθέας Δεσμώτης, όταν ο Χορός (εμείς δηλαδή) τον ρωτάει: «Ποιό γιατρικό για την αρρώστεια τούτη του θανάτου βρήκες;». Ενέργεια και προοπτική δηλαδή, όπως σχολιάζει εύστοχα ο Π. Δρακόπουλος στο «Κείμενα με Σπασμένη Ενότητα». Άλλοτε πάλι σκεφτήκαμε τη «μετενσάρκωση», άλλοτε τη νιρβανική απορρόφησή μας μέσα σε κάποιο αδιαφοροποίητο «Απόλυτο», κι άλλοτε, μάλλον για ν’ αποφύγουμε αυτή την αγωνία μ’ ένα τέχνασμα, είπαμε δια στόματος Επίκουρου πως «ο θάνατος δεν μας αφορά, εφόσον δεν θα είμαστε πια εμείς εκεί άμα πεθάνουμε». Να τα βασικά «μοτίβα» με τα οποία «έχουμε ανατραφεί» Κι δεν είναι βέβαια μόνον αυτά.
Είπαμε πως το Μηδέν δεν μπορεί να είναι ο Τόπος του ανθρώπου, κι εδώ ο χριστιανισμός (μάλλον η κεντρικότερη φλέβα στο «πολύ συγκεκριμένο μοτίβο προσδοκιών όσον αφορά τη ζωή και το θάνατο», με το οποίο «έχουμε ανατραφεί», όπως λέει ο κ. Harris) έδωσε τη ριζοσπαστικότερη, ή την πιο αδιανόητη αν θέλετε, απάντηση: «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε», αλλά αντίθετα μας κάλεσε εξαρχής στη «θεία ζωή» – οπότε, λέει, είναι «φυσικό» ο άνθρωπος να θέλει και να επιδιώκει να ζήσει αιώνια, έτσι έχει πλαστεί, και το όλο ζήτημα είναι στο «πώς», με ποιόν τρόπο. Προσπαθώντας ν’ αποφύγει με κάποιο σοφιστικό ή τεχνολογικό κόλπο αυτή την αγωνία; Αναμένοντας «παθητικά» μπας και του χαριστεί η «μέλλουσα ζωή»; Ή, όπως φαίνεται να έδειξε ο Χριστός – που, ας μην το ξεχνάμε, με τον ιδρώτα να πέφτει «σαν κόμποι αίματος πηχτού από το μέτωπό του» και καλώντας τους φίλους του να σταθούνε κοντά του περίμενε τη θανάτωσή του –, αγωνιζόμενος τον αγώνα της αγάπης εδώ, σε τούτη τη ζωή, μιας κι «ο Θεός αγάπη εστί»;
Όπως και να έχει το πράγμα, κι όποια «απάντηση» διαλέξει κανείς για τον εαυτό του, δυο πράγματα είναι βέβαια (εκτός φυσικά από το ό,τι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα): Πως, μέχρι τώρα, την αγωνία μας απέναντι στη φθορά και το θάνατο τη «διαχειριστήκαμε» τοποθετώντας την μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, που είχε να κάνει με το ΝOHMA της ζωής – ένα πλαίσιο άλλοτε «θρησκευτικό», άλλοτε «φιλοσοφικό», αλλά ποτέ καθαρώς «επιστημονικό». Και πως αυτό το πλαίσιο, έτσι τουλάχιστον όπως το ξέραμε ή νομίζαμε ότι το ξέρουμε ώς τώρα, έχει πλέον καταρρεύσει, με αποτέλεσμα το θάνατο να τον «ξορκίζουμε» δια της αποφυγής και να τον έχουμε κάνει «ταμπού»: «Θάβουμε κουτιά», έμαθα πως έλεγε πρόσφατα φρικιασμένος ένας προτεστάντης ιερέας.
Σήμερα λοιπόν, η επιστήμη – για την ακρίβεια: μια ορισμένη επιστήμη, μια ορισμένη αντίληψη περί επιστήμης και μια ορισμένη εκλαϊκευσή της – μοιάζει να μας υπόσχεται κι αυτή, με τα δικά της μέσα, πως θα μας απαλλάξει απ’ τη φθορά, τον πόνο, την αρρώστεια και τελικά από το θάνατο. Ο κ. Harris, και όχι μόνον αυτός, είναι ξεκάθαρος σ’ αυτό, έστω κι αν απλώς το υπαινίσσεται.
Για όσους βέβαια γνωρίζουν την ιστορία της επιστήμης, το γεγονός αυτό αποτελεί έκπληξη πρώτου μεγέθους. Από συστάσεώς της, ποτέ η επιστήμη δεν είχε σαν «πεδίο» της την ενασχόληση με τέτοιας λογής ζητήματα, που όπως είπα έχουν να κάνουν με ό,τι λέμε «Νόημα» – της ζωής, της αρρώστειας ή του θανάτου. Η Ιατρική λ.χ., η πιο κοντινή σ’ αυτή την αγωνία επιστήμη, ουδέποτε ασχολήθηκε (πλην εξαιρέσεων που τείνουν να λησμονηθούν) με το όποιο νόημα της αρρώστειας. Να εξαφανίσει τα οδυνηρά συμπτώματά της θέλησε και μόνον, ανάγοντάς τα σε κάποιο «αίτιο», κάποιες φορές «ψυχικό» μα τον περισσότερο καιρό «βιολογικό», που σίγουρα καμμία ή ελάχιστη σχέση είχε με τη σφαίρα του Νοήματος.
Τι έχει λοιπόν συμβεί; Ισχύουν πράγματι αυτές οι καινοφανείς βλέψεις της επιστήμης, όπως μας τις μεταφέρουν μερικοί επιστήμονες και κυρίως οι δημοσιογράφοι εκλαϊκευτές της επιστήμης; Μήπως τα πράγματα (δηλαδή η κατάρρευση του Νοήματος, που προείπα) την έχουν φέρει στο ν’ αναλάβει αυτή, τώρα, το ρόλο του «παρηγορητή» του ανθρώπινου φόβου για το θάνατο και του πόθου μας για την αθανασία; Έχει αναλάβει, ή επιδιώκει ν’ αναλάβει, αυτή την έως τώρα άγνωστή της σφαίρα του Νοήματος; Ή μήπως απλώς κυκλοφορούν διάφορες φήμες στην πιάτσα, πράγμα καθόλου παράξενο άλλωστε για μια κοινωνία που σέρνεται από τον ευαγή κόσμο του Χρηματιστηρίου;
Πριν απαντήσουμε σ’ όλα τούτα τα ερωτήματα και πριν καν δεχτούμε να μπούμε σε μια συζήτηση περί «ηθικών διλημμάτων». νομίζω ότι είναι καλό κι απαραίτητο να εξετάσουμε τι, απ’ όλες αυτές τις θαυμαστές επιστημονικές υποσχέσεις, έχει να κάνει με πραγματικότητα και τι με ευγενή προσδοκία απλώς ή και σκέτη φήμη.
Πριν λίγα χρόνια έτυχε να κουβεντιάσω για τα περί «κλωνοποίησης» και «γονιδιώματος» μ’ ένα καθηγητή μοριακής βιολογίας. Με διαβεβαίωσε για δυο σημαντικά πράγματα:
Ότι η όποια χαρτογράφηση του γονιδιώματος δεν έχει ακόμα απαντήσει στο κρισιμότερο ζήτημα, που είναι βέβαια το ΠΟΤΕ, δηλαδή υπό ποιές ακριβείς κι επιστημονικά ελεγμένες συνθήκες, «ενεργοποιείται» ένα ορισμένο γονίδιο, το οποίο υποτίθεται οτι προκαλεί την α ή β ασθένεια, ή το α ή β χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου. Στην παρατήρησή μου περί «πολυπαραγοντικών» αιτίων, κάγχασε, λέγοντάς μου πως ο όρος είναι επιστημονικά διάτρητος και πως «έτσι λέμε τώρα όποτε στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε καθόλου τι ακριβώς συμβαίνει».
Ότι, σε συνάρτηση και με το παραπάνω, παραμένει για τη γενετική επιστήμη εντελώς άγνωστη ακόμα η σχέση ανάμεσα στο γονιδίωμα και στο «νευροψυχικό σύμπαν» του ανθρώπου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο «ολοκλήρωμα των νευρικών κυττάρων μας»: «Για παράδειγμα», μου είπε, «εάν κλωνοποιήσουμε τον Χίτλερ, το πιθανότερο είναι πως οι κλώνοι του δεν θα εμφανίσουν κανένα από τα ψυχικά χαρακτηριστικά για τα οποία έγινε … διάσημος ο Αδόλφος – το ίδιο βέβαια κι αν κλωνοποιήσουμε τον Παστέρ».
Στο τέλος της κουβέντας μας, ο καθηγητής δεν παρέλειψε να μου τονίσει την ανησυχία του απέναντι στις «ευγονιστικές» αντιλήψεις, που ολοφάνερα έχουν ξανατεθεί σε κυκλοφορία κοντά 60 χρόνια από το τέλος του Ναζισμού (ετούτη τη φορά, συχνά ακόμα και με «προοδευτικό» προκάλυμα): «Το ποιός τύπος ανθρώπου είναι ο βιολογικά ‘άριστος’, το καθορίζουν πάντοτε ιστορικο-κοινωνικές επιλογές, που βέβαια είναι πολύ σχετικές και δεν έχουν να κάνουν τίποτε με κάποιο δήθεν ‘απόλυτο καλό’, αν και συνήθως έτσι παρουσιάζονται. Εμείς λοιπόν οι μοριακοί βιολόγοι και οι βιογενετιστές πρέπει να γνωρίζουμε ότι διατρέχουμε σήμερα τον κίνδυνο να γίνουμε σαν το Μαθητευόμενο Μάγο για να κερδίσουμε φήμη, χρήμα ή απλώς αυτοεπιβεβαίωση με το βολικό πρόσχημα ότι βοηθάμε την ανθρωπότητα. Γιατί; Διότι, χωρίς μια ακριβή και πλήρως ελεγμένη επιστημονικά απάντηση τουλάχιστον στα δύο παραπάνω ζητήματα, εξαλείφοντας γενετιστικά π.χ. τη σχιζοφρενική ψύχωση κάλλιστα μπορεί να εξαλείψουμε και την ευφυία, αφού άλλωστε τα γονίδιά τους μοιάζουν να είναι πολύ συγγενικά».
Κοντολογίς: Μπορούμε άραγε να συζητάμε για «ηθικά διλήμματα» όταν δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί κρίσιμα για το όλο θέμα επιστημονικά διλήμματα;
[2] ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Προξενεί λοιπόν εντύπωση, σε όποιον έχει κάποια επαφή με το επιστημονικό σκέπτεσθαι και την επιστημονική πράξη, η βιασύνη με την οποία ορισμένοι επιστήμονες και περισσότερο τα μμε σπεύδουν να μιλήσουν για … ξεκάθαρα (και σχεδόν εκβιαστικά για την κοινωνία) «ηθικά διλήμματα», τη στιγμή που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ακόμα το τοπίο των ίδιων των επιστημονικών επιτευγμάτων, τα οποία υποτίθεται ότι θέτουν «αυτομάτως» αυτά τα διλήμματα!
Πολύ ευχαρίστως, λέω, να συζητήσει κανείς, κι η ίδια η κοινωνία, μια σειρά νέων ηθικών διλημμάτων … αλλά πάνω σε μια πραγματική βάση αληθινών και ελεγμένων επιστημονικών επιτευγμάτων. ΟΧΙ πάνω σε πιθανολογίες κι ευχολόγια ή φαντασιώσεις «επιτευγμάτων» που, όπως διαδίδεται, κάάάάάποτε «θα γίνουν πραγματικότητα» και μάλιστα «προσβάσιμη σε όλους», τη στιγμή που και το ποσοστό αλήθειας σ’ όλες αυτές τις διαδόσεις είναι πολύ αμφίβολο αλλά και η επιστημονική πράξη, στην οποία υποτίθεται ότι πατούν, δεν είναι διόλου προσβάσιμη σε όλους –και μάλιστα δεν φαίνεται προς το παρόν εδραιώνεται ούτε καν σε μια πραγματική δι-επιστημονική πρακτική και συμφωνία.
Ειδικότερα, για μια κοινωνία και γι’ ανθρώπους που υποτίθεται ότι δεν μασάνε πλέον στους μύθους, η έλλειψη μιας κριτικής ματιάς πάνω στους επιστημονικούς μύθους δεν αποτελεί ένδειξη πνευματικής ζωντάνιας, αλλά μάλλον απεικονίζει, με άλλη φορεσιά, τις ίδιες ανασφάλειες που έκαναν αναγκαία για ορισμένους κάποια παλιότερα μυθικά συστήματα.
Ας πάρουμε π.χ. το επιχείρημα ότι οι σημερινές πολυδιαφημισμένες περί «θεραπείας όλων των ασθενειών» και τελικώς «αθανασίας» υποσχέσεις της Γενετικής «θα γίνουν πραγματικότητα, επειδή η επιστήμη πάντα προοδεύει». Εδώ, δυο τελείως διαφορετικά πράγματα – η μελλοντική πραγμάτωση κάποιων υποσχέσεων-υποθέσεων και η επιστημονική πρόοδος εν γένει – παρουσιάζονται, αφελώς ή πονηρά, σαν όμοια! Αρκεί όμως να σκύψει κανείς πιο προσεκτικά στη σωρεία των επιστημονικών θεωριών και των συναφών τους υποσχέσεων που έχουν καταρριφθεί στην ιστορία έστω και μόνο της σύγχρονης επιστήμης, για να διαπιστώσει ότι το παραπάνω επιχείρημα είναι ολότελα μυθικό και μυθοπλαστικό.
Τα παραδείγματα είναι άπειρα, αλλά θα πάρω μόνο ένα αρκετά ενδεικτικό. Όταν ο χημικός Λουί Παστέρ απέδειξε πειραματικά τη σχέση μιας ορισμένης ασθένειας μ’ ένα ορισμένο μικρόβιο, οι επιστήμονες του καιρού του θεώρησαν πως βρέθηκε επιτέλους η οριστική ερμηνεία όλων των ασθενειών. Τρεις από τους πιο φημισμένους καθηγητές εκείνων των χρόνων έσπευσαν ν’ ανακοινώσουν ότι, κατόπιν ενδελεχών πειραμάτων, η νόσος «σκορβούτο» ή «beri-beri» οφειλόταν σε μικρόβιο. Ο καθένας μάλιστα από τους τρεις είχε εντοπίσει το δικό του μικρόβιο κι η διαμάχη τους είχε ανάψει για τα καλά, όταν τελικά αποδείχτηκε πως η συγκεκριμένη νόσος δεν είχε καμμιά μικροβιακή αιτιολογία αλλά οφειλόταν σε έλλειψη της βιταμίνης C. Έτσι ήρθε στη συνέχεια ο Ρ. Κοχ, ο οποίος έθεσε μια σειρά αυστηρά αναγκαίων αξιωματικών όρων, που θα πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου ν’ αποδίδεται μια ασθένεια σ’ ένα μικρόβιο.
Εκείνο λοιπόν που αγνοεί ή αποκρύβει ο παραπάνω μύθος, ο πλασμένος με προσχηματικό υλικό την «επιστημονική πρόοδο» αδιακρίτως και εν γένει, είναι πως η επιστήμη προχωρεί όχι μόνον επαληθεύοντας, αλλά και ΔΙΑΨΕΥΔΟΝΤΑΣ τις κατά καιρούς θεωρίες και υποθέσεις της. Ό,τι αυτή τη δεκαετία π.χ. παρουσιάζεται σαν μια επιστημονική βεβαιότητα, μπορεί κάλλιστα ν’ αποδειχτεί πατάτα την επόμενη. ΕΤΣΙ προοδεύει πραγματικά η επιστήμη. Στήνοντας σκαλωσιές, γκρεμίζοντάς τις, στήνοντας άλλες, και πάει λέγοντας.
Σε ό,τι αφορά το μύθο ότι «τα επιστημονικά επιτεύγματα θα γίνουν κάάάάποτε προσβάσιμα σε όλους», αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι αυτό ΟΥΔΕΠΟΤΕ συνέβη. Διότι ακριβώς η επιστήμη απαιτεί ενός συγκεκριμένου τύπου εξειδικευμένη μόρφωση κι εκπαίδευση (πέραν της προσωπικής κλίσης και του ταλέντου), που καμμιά πραγματική κοινωνία δεν μπορεί – ούτε κι έχει λόγους – να εξασφαλίσει για όλα τα μέλη της εξίσου. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνουν άπαντες και λ.χ. μοριακοί βιολόγοι, και πυρηνικοί φυσικοί, και βιογενετιστές, και ηλεκτρολόγοι-μηχανολόγοι, κ.ο.κ., ώστε να γνωρίζουν εκ των ένδον, από πρώτο χέρι (διότι αυτό σημαίνει μια ουσιαστικά ο όρος «άμεση πρόσβαση» … εκτός κι αν εννοούν, πλαγίως, «έμμεση»), τις γνώσεις που συσσωρεύουν καθημερινά όλα αυτά τα επιμέρους επιστημονικά πεδία;
Εκείνο που ο μύθος αυτός αφελώς ή πονηρά μπερδεύει, είναι η ΠΑΡΑΓΩΓΗ επιστήμης με τη ΧΡΗΣΗ των επιτευγμάτων της. Δυό εντελώς διαφορετικά πράγματα δηλαδή. Κι έτσι, μπερδεύοντας τ’ αμπέρδευτα, συνάγει μ’ ένα απίθανο «λογικό άλμα» (άλμα στο παράλογο για την ακρίβεια), από τη σημερινή εξάπλωση της δεύτερης σ’ ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων τη μελλοντική εξάπλωση της πρώτης στον ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό!
Η έλλειψη διάκρισης ήταν ανέκαθεν αιτία πολλών συγχίσεων – κι εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι το όποιο πρόβλημα δημιουργούν οι επιστημονικές έρευνες και προσδοκίες, δεν λύνεται με μια υποτιθέμενη τεχνική και τεχνητή «δημοκρατικοποίηση της γνώσης» (τόσο προσφιλή σε παλιότερους αιώνες), αλλά με τη δημιουργία και την εξασφάλιση κοινωνικών συνθηκών ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ, που ασφαλώς προϋποθέτουν δημοκρατικές τεχνικές διαχείρισης των ζητημάτων, αλλά δεν εξαντλούνται επ’ ουδενί σε αυτές.
Πολύ γνωστό είναι ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα, που θα φωτίσει έναν ακόμα επιστημονικό μύθο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξεκινώντας από τις Η.Π.Α., είδαν το φως της ευρείας δημοσιότητας πλήθος επιστημονικών ερευνών, που υποστήριζαν πως ο θηλασμός είναι από ανεπαρκής έως … βλαπτικός κι επικίνδυνος για τα βρέφη, και πως θα πρέπει ν’ αντικατασταθεί το μητρικό γάλα από το γάλα-σκόνη των συναφών βιομηχανιών. Χρειάστηκε να περάσουν κοντά δυο δεκαετίες για να καταρριφθεί (και να ξεχαστεί) αυτή η προφανέστατη επιστημονική ανοησία.
Το παράδειγμα αυτό (ένα μεταξύ χιλιάδων) φωτίζει το μύθο περί της «αντικειμενικότητας» και του «αδέκαστου» της επιστημονικής έρευνας εν γένει – μύθο γνωστό από τις … αγιογραφίες των πρωτοπόρων της επιστήμης. Σύμφωνα με το μύθο αυτό, οι επιστήμονες (που, ας μην το ξεχνάμε, δεν εργάζονται πλέον μέσα στις λίγο-πολύ ατομικές συνθήκες εκείνων των πρωτοπόρων, αλλά μέσα σε πολυάνθρωπα εργαστήρια με πολυσχιδείς διασυνδέσεις και διαπλοκές εκτός αυτών) δουλεύουν … «εν κενώ» ως προς τα διάφορα συμφέροντα, δηλαδή εντελώς ανεπηρέαστοι από το χρήμα, τη συσσώρευση κεφαλαίων και το εμπόριο, με μόνο μεράκι το «καλό της ανθρωπότητας» και τίποτε άλλο υποδεέστερο αυτού. Αχαχούχα!
Ένα ακόμα παράδειγμα; Πολύ πρόσφατα διάβασα στην «Ελευθεροτυπία» ένα αρθράκι, στο οποίο οι φαρμακοβιομηχανίες καταγγέλονταν ότι «δημιουργούν καινοφανείς ασθένειες, απομονώνοντας λ.χ. επιμέρους συμπτώματα άλλων ασθενειών και προβάλλοντάς τα σαν αυτοτελείς ασθένειες, μόνο και μόνο για να πουλήσουν φάρμακα». Είναι σαφές ότι σ’ αυτή την …αγαθοεργό και φιλάνθρωπη δημιουργία συμμετέχουν όχι απλά οι φαρμακοβιομηχανίες αλλά μια σειρά από επιστημονικά εργαστήρια, τα οποία εκείνες χρηματοδοτούν κι υποστηρίζουν παντοιοτρόπως.
[3]ΕΡΕΥΝΑΤΕ … ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑΣ ΓΡΑΦΑΣ!
Είδαμε ώς τώρα πως πριν αρχίσουμε να συζητάμε τα όποια «ηθικά διλήμματα» υποτίθεται ότι δημιουργούν τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης (της βιογενετικής ειδικότερα, αλλά και πιο γενικά θα έλεγα), είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε όσο γίνεται περισσότερο το τι απ’ όλα όσα ακούγονται και θρυλούνται γι’ αυτά είναι αλήθειες, τι είναι φήμες-διαδόσεις, και τι μύθοι. Διότι είδαμε, με τη βοήθεια μερικών παραδειγμάτων, πως το στοιχείο της φήμης, των ανυπόστατων διαδόσεων κι ακόμα περισσότερο της μυθολογικής κατασκευής αλλά και των διαπλεκομένων συμφερόντων, δεν είναι διόλου ασυμβίβαστο ή ξένο προς την επιστήμη – ειδικά στους σημερινούς καιρούς όπου τα όρια της Τέταρτης Εξουσίας, των μμε, έχουν θολώσει στο έπακρον και όπου, γενικότητα, έχει πέσει ομίχλη πολλή ανάμεσα στη ΓΝΩΣΗ και την ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ, στην καίρια διαφορά τους δηλαδή.
Κάτι που θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζουμε λοιπόν, είναι οι διαφορές μεταξύ ανακάλυψης, υπόθεσης και θεωρητικής κατασκευής στην επιστήμη. Ότι η επιστήμη στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα είναι νομίζω γνωστό. Εξίσου όμως στηρίζεται στις υποθέσεις και στις θεωρητικές κατασκευές, που κι αυτές διακρίνονται μεταξύ τους. Οι θεωρητικές κατασκευές προκύπτουν από τη μέγιστη δυνατή πειραματική επαλήθευση των υποθέσεων (επαλήθευση που περιλαμβάνει και τον δι-επιστημονικό διάλογο-διασταύρωση των δεδομένων), που ξεκινούν από κάποια παρατήρηση και κάποιο πείραμα. Έτσι, οι θεωρητικές κατασκευές είναι μεν πιο «αληθινές» ή «αντικειμενικότερες» από τις υποθέσεις, αλλά δεν αποτελούν «απόλυτες» αλήθειες καθώς μπορούν κι αυτές ν’ ανατραπούν από κάποια μετέπειτα παρατήρηση ή ν’ αποδειχτεί ότι η ισχύς τους καλύπτει ένα ορισμένο φάσμα ή πεδίο της πραγματικότητας (παράδειγμα εδώ η νευτώνεια θεωρία της βαρύτητας ή η σχέση μικροβίων-ασθένειας που προανέφερα).
Επιπλέον, θα πρέπει να ξέρουμε πως πάμπολλες επιστημονικές υποθέσεις και θεωρίες δεν στηρίζονται στην «καθαρή παρατήρηση», αλλά συμμετέχει δημιουργικά σε αυτές και η προσωπικότητα του επιστήμονα. Οι επιστήμονες δεν είναι … τηλεσκόπια, ούτε μικροσκόπια, αλλά άνθρωποι με φιλοσοφικές κι ιδεολογικές ανησυχίες, που βεβαίως δεν τις αφήνουν στο βεστιάριο όταν πιάνουν δουλειά. Έτσι λοιπόν, οι υποθέσεις κι οι θεωρίες τους δεν είναι πάντα απλές αναγωγές από τις πειραματικές παρατηρήσεις τους, όπως νομίζουμε ή μας έχουν κάνει να νομίζουμε συχνά, αλλά ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όπως π.χ. ανέφερε μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων ο (μακαρίτης πλέον) κορυφαίος φυσικός David Bohm, η έννοια της «συμπληρωματικότητας» που εισήγαγε στη Φυσική ο πρωτοπόρος της κβαντικής θεωρίας, Niels Bohr, είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την εξοικείωσή του σπουδαίου εκείνου Niels με τη δανέζικη φιλοσοφία και τα γραπτά του William James. Όπως, ανάλογα, οι απόψεις του Heisenberg για το πρωτείο των μαθηματικών είχαν να κάνουν με την αγάπη και τον ενθουσιασμό του επιστήμονα για την πλατωνική και την πυθαγόρεια φιλοσοφία μάλλον, παρά με κάποια καθαρή επιστημονική παρατήρηση ή εξακρίβωση.
Όταν λοιπόν πληροφορούμαστε ότι λ.χ. «η αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος θα θέσει τέλος στις αρρώστειες, θα επιμηκύνει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής και θ’ ανοίξει το δρόμο ακόμα και προς την αθανασία», θα πρέπει να μη βάλουμε την ουρά κάτω από τα σκέλια, να μην κλείσουμε το στόμα μας φοβούμενοι μήπως θεωρηθούμε «εχθροί της προόδου και της ανθρωπότητας», ούτε να σπεύσουμε είτε να θριαμβολογήσουμε είτε να σουρώσουμε τα μούτρα μας … αλλά ευθύς αμέσως ν’ αναρωτηθούμε και να ρωτήσουμε θαρραλέα ΤΙ από όλα τούτα τα φοβερά είναι:
Παρατήρηση.
Αποτέλεσμα πειράματος (κι αυτό με ποιούς καταστατικούς όρους/πρωτόκολο έχει γίνει).
Υπόθεση.
Θεωρητική κατασκευή.
Φιλοσοφική πρόταση κάποιων επιστημόνων, σχετική με τις δικές τους αντιλήψεις× και
Παραμύθα των μμε για τα δικά τους συμφέροντα,
σε συνδυασμό μάλιστα με πλήθος άλλων ευτελών συμφερόντων.
Είναι δηλαδή ανεπίτρεπτο για θαρραλέα σκεπτόμενους ανθρώπους να τα χάβουν όλα αυτά «πακέτο» και ν’ αρχίσουν να σκέφτονται «μετά» από την κατάποσή του, παίρνοντάς τα ουσιαστικά σαν απλή αφορμή για να πούνε το δικό τους φιλοφικό «σόλο» - είτε υπέρ είτε κατά, δεν έχει καμμιά σημασία άπαξ και λείπει η στοιχειώδης γνώση και διάκριση.
antifono.gr